δυσσεβία
Look at other dictionaries:
δυσσεβίας — δυσσεβίᾱς , δυσσεβία impiety fem acc pl δυσσεβίᾱς , δυσσεβία impiety fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσσεβίη — δυσσεβία impiety fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσσεβίην — δυσσεβία impiety fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσσεβίης — δυσσεβία impiety fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσσεβίῃσιν — δυσσεβία impiety fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσσέβεια — δυσσέβεια, η (AM) (Α και δυσσεβία και ιων. δυσσεβίη) 1. ασέβεια 2. κατηγορία για ασέβεια … Dictionary of Greek